- λακκόλη
- ηχημ. κυκλική οργανική ένωση, παράγωγο τής πυροκατεχίνης, που περιέχεται στον γαλακτώδη χυμό διαφόρων δένδρων από τα οποία λαμβάνεται η λάκκα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. laccol < lacc- (< νεολατ. lacca < αραβ. lakk < περσ. lak) + κατάλ. -ol].
Dictionary of Greek. 2013.